Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Αν και οι πυρκαγιές είναι συνηθισμένο φαινόμενο, ειδικά στις περιοχές της Μεσογείου, η επιστημονική κοινότητα εκφράζει ανησυχίες για την ένταση που εμφανίζουν σε κάποιες περιόδους, όπως φέτος, θεωρώντας αναγκαία τη λήψη μέτρων πρόληψης για τον περιορισμό των επιπτώσεων στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες.
Είναι ενδεικτικό ότι η φωτιά στον Έβρο χαρακτηρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Δασικών Πυρών (EFFIS) ως η μεγαλύτερη στην ΕΕ από το 2.000, όταν άρχισε να καταγράφει δεδομένα.
Όπως τονίζουν επιστήμονες, η προστασία και η αναβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων είναι σχέδια ολιστικά που θα πρέπει να εκπονούνται όλο το χρόνο έχοντας κατά νου ότι η πρόληψη και η ενημέρωση αποτελούν καταλύτες τόσο για την μείωση των καταστροφικών συνεπειών των πυρκαγιών όσο και για την βιώσιμη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων. Η υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των δασικών υπηρεσιών, η υποχρηματοδότηση της δασικής έρευνας και η κλιματική αλλαγή είναι μεταξύ των προβλημάτων που δυσχεραίνουν την αξιοποίηση και την αειφορική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων.
Είναι ενδεικτικό ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εκτάσεων που καίγονται κάθε χρόνο είναι λιβάδια με κύρια χρήση την βόσκηση με αγροτικά και άγρια ζώα. Σύμφωνα με τον Δρ Θωμά Παπαχρήστου, Διευθυντή του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, ένα μεγάλο ποσοστό των εκτάσεων των δασών και δασικών εκτάσεων που καίγονται είναι βοσκίσημες γαίες (ή λιβάδια). Καθώς η ένταση της φωτιάς εξαρτάται και από τη συσσωρευμένη βιομάζα, πέρα από τη θερμοκρασία, την υγρασία και τον άνεμο αναδεικνύεται η ανάγκη ελέγχου αυτού του παράγοντα, που είναι εξάλλου και ο μόνος που μπορεί να ελεγχθεί από τον άνθρωπο.
Όπως έχει εξηγήσει σε συνέντευξή του στο CSR Index (“Wildfires, Το Κλίμα “αγριεύει” τη φύση”) ο κ. Παπαχρήστου η συσσώρευση βιομάζας στα δασικά οικοσυστήματα συμβαίνει λόγω έλλειψης διαχείρισης και ορθολογικής αξιοποίησής τους. Για την ελαχιστοποίηση των πυρκαγιών και ειδικά των έντονων φαινομένων χρειάζεται πρόληψη, με σκοπό τη μείωση της καύσιμης ύλης. Τέτοιες δράσεις περιλαμβάνουν π.χ. απομάκρυνση μέρους της ξυλώδους βλάστησης και ορθολογική βόσκηση, με το κατάλληλο σύστημα και είδος ζώου. Πρόκειται για μια προσέγγιση που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες, ακόμη και σε δάση που μπορεί να βοσκηθούν αλλά συναντά μεγάλα εμπόδια στη χώρα μας. Όπως τα προσδιορίζει ο κ. Παπαχρήστου σε άρθρο του στο Ινστριτούτο Δασικών Ερευνών, αυτά αφορούν αφενός την ανυπαρξία λιβαδικής πολιτικής και αφετέρου την εγκατάλειψη του ορεινού και ημιορεινού χώρου, με εξάλλειψη παραδοσιακών χρήσεων. Σημειώνεται ότι σήμερα στα συστήματα ζωϊκής παραγωγής τα ζώα ικανοποιούν τις διατροφικές τους ανάγκες είτε με έτοιμες ζωοτροφές είτε σε μια ευρύτερη περιοχή βόσκησης κοντά όμως στις μόνιμες εγκαταστάσεις. Ως αποτέλεσμα συσσωρρεύεται αχρησιμοποίηση βιομάζα στις βοσκίσιμες γαίες πολλών περιοχών, που γίνεται καύσιμη ύλη όταν επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες.
Ως προς τη διαχείριση των βοσκήσιμων γαιών ο κ. Παπαχρήστου σημειώνει μεταξύ άλλων ότι μετά από πυρκαγιά οι περιοχές αυτές κινδυνεύουν με διαύρωση του εδάφους. Τα φυτά σ’ αυτές τις περιοχές έχουν μηχανισμούς αναγέννησης αλλά δεν πρέπει να βοσκηθούν αμέσως μετά την πυρκαγιά. Απαιτείται απαγόρευση της βοσκής σε αυτές τις περιοχές μέχρι να επανέλθει η βλάστηση και να καλυφθεί το έδαφος, με τον χρόνο να ποικίλει ανά περιοχή από 7 μήνες μέχρι δύο χρόνια. Σημειώνεται ότι η απαγόρευση μπορεί να αρθεί από τον Δασάρχη εφόσον έχει αποκατασταθεί η βλάστηση στο 70% της καμμένης έκτασης ενώ για την βελτίωση των καμμένων εκτάσεων προτείνεται φύτευση λιβαδικών φυτών και λίπανση, με τη σπορά να ξεκινά την επομένη των πυρκαγιών.