Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η μετάβαση σε κλιματική ουδετερότητα το 2050 δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να σταματήσει η απώλεια της φύσης και της βιοποικιλότητας.
Πέρα από την κλιματική διάσταση, η απώλεια της φύσης και της βιοποικιλότητας δημιουργεί αυξανόμενους κινδύνους και για την παγκόσμια οικονομία, αφού περισσότερο από το ½ του παγκόσμιου ΑΕΠ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει Special Report του ΣΕΒ, με θέμα “Προστασία της βιοποικιλότητας και νέο πλαίσιο υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις”, οι φυσικές καταστροφές που προκαλούνται από την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και την κλιματική αλλαγή κοστίζουν ήδη περισσότερα από 300 δισ. δολ. ετησίως. Η κατάρρευση βασικών υπηρεσιών οικοσυστημάτων, όπως η επικονίαση και η παροχή τροφίμων και ξυλείας, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,7 τρισ. δολ. ετησίως έως το 2030 και να οδηγήσει αρκετές χώρες στη χρεοκοπία.
Η ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας και η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων συνδέεται με σημαντικά οφέλη και ευκαιρίες αν ληφθεί υπόψη ότι η αξία των υπηρεσιών που προσφέρονται από τη φύση ανέρχεται παγκόσμια σε τουλάχιστον 125 τρισ. δολ. ετησίως ενώ η μετάβαση σε επιχειρηματικά μοντέλα που βάζουν σε προτεραιότητα τη φύση μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες αξίας 10 τρισ. δολ. και 395 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έως το 2030.
Στην έκθεση “Global Risks Report 2023”, το World Economic Forum σημειώνει ότι η βιοποικιλότητα μειώνεται ταχύτερα από κάθε άλλη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Αν και ο κίνδυνος απώλειας βιοποικιλότητας και κατάρρευσης οικοσυστημάτων δεν ιεραρχείται υψηλά στη λίστα με τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους, εντούτοις, σε ορίζοντα 10 ετών ανεβαίνει στην 4η θέση.
Τυχόν κατάρρευση των οικοσυστημάτων θα έχει εκτεταμένες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που περιλαμβάνουν αυξημένη εμφάνιση ασθενειών, μείωση των αποδόσεων και της θρεπτικής αξίας των καλλιεργειών, έλλειψη νερού, πλημμύρες, άνοδο της στάθμης της θάλασσας και διάβρωση εδαφών.
Η αποτροπή της κατάρρευσης οικοσυστημάτων και η ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας απαιτεί συνδυασμό παρεμβάσεων σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Πρόκειται περί πολυπαραμετρικού εγχειρήματος που περιλαμβάνει τον μετασχηματισμό των αλυσίδων αξίας, την αλλαγή των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, την μετάβαση στην κυκλική οικονομία, αλλά και εφαρμογή των παγκόσμιων συμφωνιών για το κλίμα ως προς τον μετριασμό και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Νέες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις
Μεταξύ των 23 ειδικών στόχων για το 2030 που περιλαμβάνονται στο Παγκόσμιο Πλαίσιο για τη Βιοποικιλότητα μετά το 2020, ξεχωρίζουν τρεις στόχοι που αφορούν ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Στόχος 15: Λήψη μέτρων που θα υποχρεώνουν τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις πολυεθνικές εταιρείες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να γνωστοποιούν τους κινδύνους και τις επιπτώσεις τους στη βιοποικιλότητα, να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες στους καταναλωτές για την προώθηση βιώσιμων καταναλωτικών προτύπων και να υποβάλουν εκθέσεις σχετικά με τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και τα μέτρα για την πρόσβαση και τον καταμερισμό των οφελών.
Στόχος 18: Προσδιορισμός έως το 2025 και εξάλειψη, σταδιακή κατάργηση ή μεταρρύθμιση κινήτρων και επιδοτήσεων, που είναι επιβλαβή για τη βιοποικιλότητα. Ειδικότερα, θα πρέπει να υπάρξει μείωση κατά τουλάχιστον 500 δισ. δολ. ετησίως έως το 2030 των επιδοτήσεων που είναι επιβλαβείς για τη βιοποικιλότητα.
Στόχος 19: Σταδιακή αύξηση του επιπέδου των χρηματοδοτικών πόρων από όλες τις πηγές, έως το 2030, σε έργα και δράσεις για τη βιοποικιλότητα.
Πέρα από τους παραπάνω τρεις στόχους που επηρεάζουν οριζόντια την επιχειρηματικότητα, αρκετοί από τους υπόλοιπους στόχους στο Παγκόσμιο Πλαίσιο για τη Βιοποικιλότητα μετά το 2020 επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό συγκεκριμένους τομείς.
Για παράδειγμα, οι στόχοι 2 και 3 για την αποκατάσταση του 30% των οικοσυστημάτων και την προστασία του 30% τουλάχιστον των περιοχών εκτιμάται ότι θα επηρεάσει όλη την αλυσίδα αξίας τροφίμων, την υλοτομία, τη γεωργία, τις υδατοκαλλιέργειες, την ενέργεια και την εξόρυξη.
Επίσης, ο στόχος 7 για τη μείωση της ρύπανσης αφορά περισσότερο την παραγωγή πλαστικών και χημικών, τη διαχείριση αποβλήτων, την ανακύκλωση συσκευασιών και ολόκληρη την αγροτική παραγωγή, καθώς τίθενται όρια στη χρήση φυτοφαρμάκων.