Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Μεγάλοι οργανισμοί και επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο αυξάνουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση των εκπομπών άνθρακα και περιορισμό της χρήσης νερού ή άλλων πόρων στην αλυσίδα εφοδιασμού τους συμβάλλοντας έτσι στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής χωρίς όμως να λαμβάνουν επαρκή μέτρα για τη ζημιά που έχει ήδη γίνει στο περιβάλλον.
Διαπιστώνεται ότι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, με την ανάπτυξη δράσεων που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα να επιβιώνουν και να διατηρούνται παρά την αυξανόμενη κλιματική αστάθεια, είναι εξίσου σημαντική με τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο η χρηματοδότηση σε είναι ισοσκελισμένη. Είναι ενδεικτικό ότι η συνολική παγκόσμια χρηματοδότηση για το κλίμα διαμορφώθηκε σε 632 δισ. δολ. ετησίως την περίοδο 2019-2020, με το μεγαλύτερο τμήμα της, περίπου 90%, να αφορά δράσεις μετριασμού παρότι η συμφωνία του Παρισιού προβλέπει την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προσαρμογής και του μετριασμού. Η χρηματοδότηση δράσεων προσαρμογής, παρότι αυξήθηκε κατά 53% σε σχέση με προηγούμενα έτη, δεν ξεπέρασε τα 46 δισ. δολ. αντιστοιχώντας στο 7,2% της συνολικής χρηματοδότησης. Μάλιστα το χάσμα μεταξύ του κόστους μη προσαρμογής και των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων διευρύνεται. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ “Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή: Προκλήσεις και προοπτικές για την ελληνική οικονομία” που εκπονήθηκε με την υποστήριξη της Τράπεζας της Ελλάδος, η κάλυψη του κενού κυρίως από δημόσιους πόρους είναι σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη, καθώς το επίπεδο εμπορικής αξιοποίησης λύσεων/εφαρμογών για την προσαρμογή είναι μάλλον περιορισμένο.
Σημειώνεται ότι η ΕΕ αποτελεί τον μεγαλύτερο πάροχο δημόσιας χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το 30% του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 έχει δεσμευθεί για τη στήριξη προγραμμάτων και πολιτικών σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Η επίτευξη των ευρωπαϊκών στρατηγικών και στόχων για την κλιματική αλλαγή υποστηρίζεται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και από χρηματοδοτικά εργαλεία (προγράμματα Horizon Europe, LIFE κτλ.).
Ο ασφαλιστικός όμιλος SwissRe προειδοποιεί ότι μια παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3,2°C έως το 2050 θα απομειώσει το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όμως, σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ τα συντονισμένα μέτρα προσαρμογής μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και ειδικά στις οικονομίες της G-20.
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και πλήττεται συχνά από ακραία καιρικά φαινόμενα. Το εθνικό θεσμικό πλαίσιο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό, περιλαμβάνει την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματικής Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ), τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο καθώς και κάποιους άλλους νόμους που αφορούν σε θέματα αδειοδοτήσεων. Η ΕΣΠΚΑ, η οποία έχει διάρκεια 10 έτη και αναμένεται να ανανεωθεί το 2026, υπογραμμίζει την ανάγκη λήψης δράσεων και μέτρων προσαρμογής σε 15 τομείς της ελληνικής οικονομίας, ενώ προβλέπει και την εξειδίκευση μέτρων σε περιφερειακό επίπεδο που γίνεται με τα περιφερειακά σχέδια για την προσαρμογή (ΠεΣΠΚΑ). Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, καθυστερήσεις σημειώνονται στην έγκριση των ΠεΣΠΚΑ. Μέχρι και τις αρχές του 2023 είχαν εγκριθεί 5 ΠεΣΠΚΑ (Βορείου Αιγαίου, Κρήτης, Κεντρικής Μακεδονίας, Αττικής και Δυτικής Ελλάδας). Επιπλέον, ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος ενισχύει την εφαρμογή της ΕΣΠΚΑ και των ΠεΣΠΚΑ ενώ παράλληλα καθορίζει και τη διαδικασία παρακολούθησης της εφαρμογής δράσεων προσαρμογής μέσω ειδικών φορέων, όπως το Εθνικό Παρατηρητήριο για την Κλιματική Αλλαγή και τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ).
Έργα 5,4 δισ. ευρώ σε Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ
Η χρηματοδότηση της προσαρμογής στην Ελλάδα γίνεται κυρίως από ευρωπαϊκούς και εθνικούς δημόσιους πόρους. Ιδιαίτερης σημασίας για τη χρηματοδότηση έργων βελτίωσης της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Έως τον Οκτώβριο του 2022, το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) είχε ήδη εντάξει έργα προσαρμογής συνολικού προϋπολογισμού 1,8 δισ. ευρώ, τα οποία σχετίζονται με δράσεις αναδάσωσης, την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, υποδομές για το δίκτυο ύδρευσης, προμήθεια εξοπλισμού για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και υδραυλικά έργα (π.χ. φράγματα). Αναμένεται ένταξη περισσότερων έργων την επόμενη περίοδο, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, που σημειώνουν και τον σημαντικό χρηματοδοτικό πόρο του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027. Το πρόγραμμα “Περιβάλλον και Κλιματική Αλλαγή”, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται δράσεις προσαρμογής, έχει συνολικό προϋπολογισμό 3,6 δισ. ευρώ (με 2,9 δισ. ευρώ ευρωπαϊκή συμμετοχή). Ωστόσο, σημειώνεται σημαντική καθυστέρηση στην ανακοίνωση προσκλήσεων που ανήκουν στο νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, οι οποίες έως τις αρχές του 2023 δεν είχαν ανακοινωθεί.
Το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΕΠΑ 2021-2025) επίσης περιλαμβάνει ως ειδικό στόχο την πράσινη ανάπτυξη, και αρκετοί πόροι του έχουν δεσμευθεί για έργα ανάπτυξης υποδομών προστασίας καθώς και πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων. Υποστηρικτικά στην εφαρμογή της ΕΣΠΚΑ αλλά και στην ανάπτυξη της καινοτομίας για την προσαρμογή ευρύτερα είναι και τα ευρωπαϊκά προγράμματα Horizon Europe και LIFE.
Ωστόσο, το πλαίσιο ανάπτυξης της καινοτομίας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια, τα οποία εμποδίζουν την εμπορική της αξιοποίηση ή τη διάδοση της χρήσης στον γενικό πληθυσμό ευρύτερα. Γενικότερα, φαίνεται πως το ελληνικό σύστημα καινοτομίας στηρίζεται σε ευρωπαϊκά προγράμματα για τη χρηματοδότηση των πρώτων σταδίων της ανάπτυξης της καινοτομίας (φάσεις επικύρωσης και επίδειξης), ενώ η σύνδεση με άλλες πηγές χρηματοδότησης από την αγορά κεφαλαίων (π.χ. θερμοκοιτίδες, ιδιωτικά κεφάλαια κ.α.) είναι περιορισμένη. Σύμφωνα με τους αναλκυτές του ΙΟΒΕ, αυτή η έλλειψη σύνδεσης σε συνδυασμό με τη σχετικά ασθενή αγορά κεφαλαίου από το χρηματιστήριο και την αγορά ευρύτερα, περιορίζει σημαντικά τη χρηματοδότηση της τρίτης και σημαντικότερης φάσης που περιλαμβάνει την ωρίμανση της καινοτομίας και τη μαζική χρήση/εφαρμογή της (upscale). Σημειώνεται πως η Ελλάδα έχει την τρίτη χειρότερη επίδοση σε όρους ιδίων κεφαλαίων και επενδυτικών ταμείων ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΕ27.