Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής κινείται σταθερά σε τροχιά απανθρακοποίησης και ηγείται των άλλων κλάδων στον δρόμο για την κλιματική ουδετερότητα το 2050, στον οποίο δεσμεύτηκε και η Ελλάδα με τον πρώτο εθνικό κλιματικό νόμο το 2022.
Με βάση τις εκπομπές ανά καύσιμο (λιγνίτης, ορυκτό αέριο, πετρέλαιο) παρατηρείται μείωση στις εκπομπές CO2 κατά 27,5% το πρώτο τρίμηνο του 2023. Συνολικά τους τρεις πρώτους μήνες του 2023 εκπέμφθηκαν 3,81 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Το 54,8% προέρχεται από λιγνιτικές μονάδες (2,09 εκατ. τόνοι), το 30,8% από μονάδες ορυκτού αερίου (1,18 εκαττόνοι) και το 14,4% από πετρελαϊκές μονάδες (0,55 εκατ. τόνοι).
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τη βάση δεδομένων του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών για τους θερμικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, τον ΑΔΜΗΕ για την ηλεκτροπαραγωγή στο διασυνδεδεμένο δίκτυο και τον ΔΕΔΔΗΕ για την ηλεκτροπαραγωγή στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (ΜΔΝ). Η επεξεργασία τους από το The Green Tank οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι συνολικές εκπομπές ήταν μειωμένες κατά 27,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022, καθώς υπήρξε μείωση στις εκπομπές και από τα τρία καύσιμα με μεγαλύτερη αυτή από το ορυκτό αέριο (-0,94 εκατ. τόνοι ή -44,4%), το οποίο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 εξέπεμψε περισσότερο από κάθε άλλη αντίστοιχη περίοδο των τελευταίων πέντε ετών. Μικρότερη ήταν η μείωση εκπομπών από τον λιγνίτη σε σχέση με το 2022 (-0,34 εκατ. τόνοι ή -14,1%).
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα μηνιαία στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για το διασυνδεδεμένο δίκτυο (Μάρτιος 2023): στο πρώτο τρίμηνο του 2023 οι ΑΠΕ (5109 GWh) ξεπέρασαν κατά σχεδόν 1 TWh το αέριο και τον λιγνίτη αθροιστικά (4198 GWh), εδραιώνοντας την πρώτη θέση στην ηλεκτροπαραγωγή. Το ορυκτό αέριο (2752 GWh) διατήρησε τη δεύτερη θέση παρά την επαναφορά της συνεισφοράς του σχεδόν στα επίπεδα του 2016. Καθώς το σχετικό κόστος από λιγνίτη, αέριο και εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, ευνόησε την τελευταία, στην τρίτη θέση βρέθηκαν οι καθαρές εισαγωγές (2195 GWh) και ακολούθησαν ο λιγνίτης (1445 GWh) και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά (827 GWh).
Αξιοσημείωτο, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι το γεγονός ότι τους τρεις πρώτους μήνες του 2023 οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες ήταν οι χαμηλότερες από κάθε άλλο έτος. Οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 0,17 εκατ. τόνους (-23,3%) σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022.
Ακόμα μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (-32,3%), όπου οι συνολικές εκπομπές του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και από τα τρία καύσιμα ήταν 5,63 εκατ. τόνοι. Ειδικότερα, οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη μείωση (-36,1%), ενώ τα επίπεδα περιορισμού των εκπομπών από τις μονάδες ορυκτού αερίου και πετρελαίου ήταν 29,8% και 20,2%, αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι λόγω της ωριμότητας των τεχνολογιών ΑΠΕ, του ολοένα και αυξανόμενου κόστους λειτουργίας των θερμικών μονάδων αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται να απανθρακοποιηθεί πρώτος από όλους στον δρόμο για την κλιματική ουδετερότητα το 2050, στον οποίο δεσμεύτηκε και η Ελλάδα με τον πρώτο εθνικό κλιματικό νόμο το 2022. Η μείωση αυτή του ανθρακικού αποτυπώματος μάλιστα αναμένεται να είναι εμπροσθοβαρής, καθώς το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει ότι το 2030 οι εκπομπές του τομέα θα περιορίζονται στους 7 εκατ. τόνους από περίπου 20 εκατ. τόνους που ήταν το 2020.