Δέκα ημέρες μετά το ναυάγιο του Αγία Ζώνη II, η απορρύπανση του θαλάσσιου χώρου έχει επικεντρωθεί στα πετρελαιοειδή που έχουν βυθιστεί και κατακάτσει στον πυθμένα, ή αιωρούνται και μετακινούνται με τα θαλάσσια ρεύματα, αποτελώντας βασική πηγή ρύπανσης και εισόδου τοξικών ουσιών στην τροφική αλυσίδα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», που υπογράφει ο Διευθυντής του Θοδωρής Τσιμπίδης, οι εργασίες απορρύπανσης έχουν επικεντρωθεί στις παραλίες της Αττικής και όχι στην ανατολική Σαλαμίνα – την κυρίως πληγείσα περιοχή που δέχθηκε το μεγαλύτερο ρυπαντικό φορτίο.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος, βρέθηκε στην περιοχή από την πρώτη στιγμή, με ομάδα θαλάσσιων ερευνητών που υλοποίησε αυτοψίες και δειγματοληψίες, με στόχο να διαμορφώσει μία αντικειμενική εκτίμηση της έκτασης της καταστροφής, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ο συγκεκριμένος τύπος πετρελαίου, υπό τις συγκεκριμένες θερμοκρασίες και ρεύματα διασκορπίζεται και διαχέεται στις θάλασσες
“Στόχος μας είναι η καταστροφή που βιώνει αυτή τη στιγμή ο Σαρωνικός, να αποτελέσει αφορμή έτσι ώστε να αναπτυχθεί ένας λειτουργικός μηχανισμός (και όχι σχέδια επί χάρτου) που θα προστατεύει τις θάλασσες μας από τις επόμενες καταστροφές. Πρέπει να επισημάνουμε ότι από τις αρχές του χρόνου έγιναν 9 σοβαρά ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, τα οποία απλώς έτυχε να μην προκαλέσουν ρύπανση από πετρελαιοειδή ή να μη μεταφέρουν άλλο επικίνδυνο φορτίο. Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι λόγω της έλλειψης επαρκούς σχεδιασμού και προετοιμασίας, οι εργάτες απορρύπανσης είναι αυτή τη στιγμή τα πρώτα θύματα αυτού του ναυαγίου, καθώς εργάζονται με ανεπαρκείς προφυλάξεις αλλά και ελλείπεις γνώσεις σχετικά με την επικινδυνότητα και ασφαλή προσέγγιση των υλικών με τα οποία έρχονται σε επαφή”, αναφέρει ο κ. Τσιμπίδης.