Της Σοφίας Εμμανουήλ (semmanouil@gmail.com)
Το reporting για το επιχειρηματικό μοντέλο δεν έχει αναπτυχθεί ολιστικά στις επιχειρήσεις και δεν προσφέρει επαρκείς πληροφορίες που να επιτρέπουν τη σύνδεση με κινδύνους και ευκαιρίες βιωσιμότητας, στοιχεία απαραίτητα για τους επενδυτές αλλά και τους επιχειρηματικούς ηγέτες προκειμένου να χαράξουν στρατηγική για το μέλλον.
Σε γενικές γραμμές αυτό διαπιστώνει και το European Lab@EFRAG Project Task Force για τις αναφορές μη χρηματοοικονομικών κινδύνων και ευκαιριών και τη σύνδεση με το επιχειρηματικό μοντέλο (PTF RNFRO). Μετά από μια συλλογική προσπάθεια για την ανασκόπηση των πρακτικών reporting και τη συγκέντρωση των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών δημοσίευσε τα συμπεράσματά του μαζί με καλές πρακτικές.
Μελέτησε τις εκθέσεις 44 εταιρειών στην ΕΕ σχετικά με τους κινδύνους και τις ευκαιρίες βιωσιμότητας και τη σύνδεση με το επιχειρηματικό μοντέλο – βασικό στοιχείο μιας πρότασης για Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD).
Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι το reporting για το επιχειρηματικό μοντέλο δεν έχει αναπτυχθεί ολιστικά και δεν προσφέρει επαρκείς πληροφορίες που να επιτρέπουν τη σύνδεση με κινδύνους και ευκαιρίες βιωσιμότητας, απαραίτητα στοιχεία για τους χρήστες προκειμένου να αξιολογήσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων. Υπάρχουν μεν πρωτοπόροι, ωστόσο, ακόμη και οι ηγέτες δεν δίνουν υψηλό επίπεδο δεδομένων σε όλες τις πτυχές των αναφορών τους για το επιχειρηματικό τους μοντέλο.
Επίσης διαπιστώνεται ότι οι αναφορές για πτυχές του επιχειρηματικού μοντέλου που δημιουργούν αξία έχουν θέση στις εταιρικές εκθέσεις, ακόμη κι όταν βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, όπου γίνονται ποιοτικές και περιγραφικές γνωστοποιήσεις. Όσον αφορά τις οικονομικές πληροφορίες, οι πρακτικές γνωστοποίησης συχνά αποτυγχάνουν να παρέχουν περιεχόμενο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους επενδυτές για να προβλέψουν τη μελλοντική απόδοση της επιχείρησης. Επίσης προκύπτει ότι το μέρος της αξίας που χάνεται, όπως π.χ. με την υποτίμηση των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών κινδύνων και/ή την αδράνεια είναι ανεπαρκώς αποτυπωμένο στις γνωστοποιήσεις. Οι νέες μέθοδοι αξιολόγησης “αξίας” και “επιπτώσεων” περιλαμβάνουν περισσότερο τους κινδύνους που σχετίζονται με κοινωνικά ζητήματα και θέματα διακυβέρνησης και παραμένει δύσκολο να συσχετιστούν οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις των αποφάσεων είτε στην εταιρεία είτε στα ενδιαφερόμενα μέρη της.
Επίσης το PTF-RNFRO διαπίστωσε ότι οι γνωστοποιήσεις μερικές φορές δεν είχαν ισορροπημένη προοπτική και άλλες φορές απεικονίζουν μόνο θετικές επιπτώσεις. Τα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν την ανάγκη για καλύτερη ισορροπία μεταξύ της αναφοράς θετικών και αρνητικών επιπτώσεων και εξαρτήσεων.
Επίσης οι τρέχουσες γενικές πρακτικές στερούνται δομημένης προσέγγισης. Για παράδειγμα, οι εταιρείες σπάνια εξηγούν εάν και πώς το επιχειρηματικό μοντέλο και η στρατηγική τους είναι ανθεκτικά σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους. Επίσης οι ευκαιρίες αειφορίας αποκαλύπτονται ως μέρος των ουσιαστικών θεμάτων που προσδιορίζονται στις αναφορές αειφορίας. Συνεπώς, οι ευκαιρίες είναι συχνά δύσκολο να οριστούν σε σχέση με τους κινδύνους και τη σύνδεσή τους με το επιχειρηματικό μοντέλο.
Γενικά, το PTF-RNFRO εντόπισε χαμηλό επίπεδο ωριμότητας στις αναφορές ευκαιριών βιωσιμότητας σε σύγκριση με τους κινδύνους βιωσιμότητας, υποδηλώνοντας πιθανώς ότι η βιωσιμότητα εκλαμβάνεται ως περιορισμός της επιχείρησης και όχι ως ευκαιρία ανάπτυξης της επιχείρησης. Το feedback από τα ενδιαφερόμενα μέρη δείχνει μια αυξανόμενη αναγνώριση ότι η βιωσιμότητα είναι ένα σχετικό και απαραίτητο συστατικό των επιχειρηματικών μοντέλων, αλλά ορισμένοι πρέπει να κάνουν το άλμα για να το εκλάβουν αντί για κόστος ή κίνδυνο ως ευκαιρία. Αν και η πλειοψηφία των ερωτηθέντων στην έρευνα PTF-RNFRO θεώρησε την εφαρμογή της ταξινόμησης της ΕΕ (EU Taxonomy) σε επενδύσεις ως ευκαιρία αναθεώρησης/ενίσχυσης των επιχειρηματικών τους μοντέλων, μόνο μερικές από τις εταιρείες ευθυγραμμίζονται με την εφαρμογή του.
Επίσης σπάνια αποκαλύπτεται ποσοτικός προσδιορισμός των κινδύνων και των ευκαιριών βιωσιμότητας, αν και είναι απαραίτητος για τη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης αποφάσεων στο επιχειρηματικό μοντέλο. Ακόμη, η σχέση μεταξύ στρατηγικών βιωσιμότητας και οικονομικών στόχων των εταιρειών είναι αρκετά περιορισμένη. Πολλές εταιρείες τείνουν να αναφέρουν μόνο μέσω μιας γενικής ποιοτικής δήλωσης ή στόχων που συνδέουν τη στρατηγική τους με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) και μερικοί αναφέρουν άλλους παράγοντες, όπως η προστιθέμενη αξία σε συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη.
Ο Jean-Paul Gauzes, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της EFRAG και Πρόεδρος του European Lab Steering Group σημειώνει ότι oι εκθέσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι κίνδυνοι βιωσιμότητας και οι ευκαιρίες συνδέονται με το επιχειρηματικό μοντέλο είναι απαραίτητες για να κατανοήσουμε τη δημιουργία αξίας από την πλευρά των εταιρειών. Οι Mario Abela και Dawn Slevin, Co-Chairs PTF-RNFRO σημειώνουν ότι οι επιχειρήσεις βασίζονται στην αέναη κατανάλωση πόρων, η οποία είναι μη βιώσιμη οικολογικά, κοινωνικά και τελικά οικονομικά. Επομένως χρειάζεται ταχεία αποκατάσταση εν όψει της παγκόσμιας κλιματικής και περιβαλλοντικής έκτακτης ανάγκης. Όπως εξηγούν τα δύο στελέχη, ο ρόλος του reporting έχει μετατοπιστεί πέρα από την εξήγηση των οικονομικών επιδόσεων, στην κατανόηση των κινδύνων και των ευκαιριών που ενυπάρχουν στα επιχειρηματικά μοντέλα που οδηγούν αυτά τα αποτελέσματα και τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τους ανθρώπους όσο και τον πλανήτη. Τονίζουν δε ότι τα κέρδη δεν μπορούν πλέον να αποσυνδεθούν από τις επιπτώσεις των επιχειρηματικών μοντέλων.