Κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των ατόμων που αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια ή ένδεια, δηλαδή δεν έχουν ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων για τη φυσιολογική τους ανάπτυξη και για μια δραστήρια και υγιή ζωή, διαπιστώνει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με θέμα: «Η Τράπεζα Τροφίμων ως μέσο αντιμετώπισης της επισιτιστικής ένδειας στην Ελλάδα».
Όπως εκτιμάται, το 2015 αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα επισιτιστική ανασφάλεια 1,4 εκατ. άτομα, δηλαδή το 12,9% του πληθυσμού έναντι αντίστοιχου ποσοστού 7,1% το 2008. Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα της επισιτιστικής ένδειας σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής και φυσικής ανάπτυξης, να επηρεάσει τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο και να οδηγήσει σε παχυσαρκία, λόγω υπερβολικής κατανάλωσης τροφίμων χαμηλής ποιότητας και υψηλής θερμιδικής περιεκτικότητας, με αρνητικές προεκτάσεις για την υγεία.
Σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα βρίσκονται τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ-28 (8,5% ή 43 εκατ. άτομα) και την Ευρωζώνη (7,3% ή 25 εκατ. άτομα). Σημειώνεται ότι το 2008 η Ελλάδα κατέγραφε μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού με επισιτιστική ανασφάλεια (7,1%) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το μεγαλύτερο ποσοστό επισιτιστικής ανασφάλειας στη χώρα μας καταγράφηκε το 2012 (14,2%) και έκτοτε παρατηρείται τάση μείωσης.
Το 2015 η Ελλάδα καταλαμβάνει την 8η χειρότερη θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες, έναντι της 15ης χειρότερης θέσης το 2008. Μεγαλύτερη επισιτιστική ανασφάλεια από την Ελλάδα αντιμετωπίζουν έξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, Λιθουανία και Λετονία) και η Μάλτα. Άλλες χώρες που εντάχθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ΕΕ, όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβενία έχουν μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού τους με επισιτιστική ανασφάλεια.
Χαμηλή αξιοποίηση πόρων
Το σημαντικότερο εργαλείο για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (ΤΕΒΑ – Fund for European Aid to the Most Deprived, FEAD). Πάνω από 3,8 δισ. ευρώ (σε πραγματικές τιμές) διατίθενται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό της ΕΕ στο ΤΕΒΑ για την περίοδο 2014-2020. Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 281 εκατ. ευρώ από το ΤΕΒΑ την περίοδο 2014-2020 και μαζί με την εθνική συμμετοχή, το ύψος του σχετικού επιχειρησιακού προγράμματος της χώρας ανέρχεται σε 331 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 83,5% (276 εκατ. ευρώ) προσδιορίζεται για επισιτιστική συνδρομή.
Η αξιοποίηση των πόρων από το ΤΕΒΑ, ωστόσο, έχει καθυστερήσει σημαντικά στην Ελλάδα, όπου το πρόγραμμα υλοποιείται κυρίως από τις δημοτικές αρχές της χώρας. Τα πρώτα δυο έτη της επταετούς περιόδου εγκρίθηκαν μόλις το 0,8% των δαπανών του προγράμματος και καταβλήθηκαν σε δικαιούχους που υλοποιούν δράσεις μόλις το 0,7% του συνολικού προϋπολογισμού.
Περιορισμός της σπατάλης τροφίμων
Πέρα από τους πόρους από διεθνή προγράμματα, μια επιπλέον σημαντική πηγή πόρων για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας είναι η αξιοποίηση του τροφικού πλεονάσματος. Δεν καταλήγουν όλα τα παραγόμενα τρόφιμα στην κατανάλωση. Ένα μέρος των τροφίμων που παράγονται αποσύρεται από την αλυσίδα εφοδιασμού και απορρίπτεται ή αξιοποιείται για άλλη χρήση (όχι ως τροφή), παρότι εμπεριέχει και τρόφιμα κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
Με βάση τη μεθοδολογία και τα στοιχεία της FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Αγροτικής Παραγωγής του ΟΗΕ), υπολογίζεται ότι το 5,1% της παραγωγής τροφίμων στην Ελλάδα το 2013 αποτέλεσε βρώσιμο πλεόνασμα. Αυτό το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρώπης το συγκεκριμένο έτος (2,3%), υψηλότερο σε σχέση και με τον παγκόσμιο μέσο όρο (4,5%). Ανάμεσα στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, υπολογίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη πέμπτη χειρότερη θέση με βάση το ποσοστό της παραγωγής τροφίμων που αποτελεί βρώσιμο πλεόνασμα, και στην τέταρτη χειρότερη θέση σε όρους σπατάλης τροφίμων ανά άτομο (με 196 κιλά τον χρόνο ανά άτομο το 2013).
Ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων αποτελεί από μόνος του σημαντικό στόχο πολιτικής. Οι Στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ προβλέπουν τη μείωση κατά το ήμισυ της σπατάλης τροφίμων στο λιανικό εμπόριο και στην κατανάλωση παγκοσμίως μέχρι το 2030.