Η συνεργασία σε όλα τα επίπεδα – και μεταξύ των λαών – είναι μονόδρομος και κοινός στόχος είναι οι βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση, χωρίς αποκλεισμούς.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη η κινητοποίηση επενδύσεων ρεκόρ για έρευνα και ανάπτυξη. Ειδικά σε ό,τι αφορά στα εμβόλια η τιμολόγηση και η διανομή αυτού του πολύτιμου υγειονομικού πόρου αντί να βασίζεται στις παραδοσιακές αρχές της αγοράς καταβάλλεται προσπάθεια, υπό το συντονισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ώστε οι πλούσιες χώρες να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση εμβολίων για τις φτωχότερες.
Aν δεν υπήρχε κάποια αλληλεγγύη μεταξύ των λαών μπροστά σε μια παγκόσμια πρόκληση όπως αυτή του Covid-19 αντιλαμβάνεται κανείς σε τι χάος θα είχαμε περιέλθει. Η έλλειψη εμβολίων θα έδινε στις φαρμακευτικές εταιρείες την ευκαιρία να απαιτήσουν υπερβολικές τιμές, αποκομίζοντας πολλαπλάσια κέρδη από το κόστος ανάπτυξης εξασφαλίζοντας ένα μεγάλο περιθώριο κέρδους. Οι χώρες με ανεπτυγμένη φαρμακοβιομηχανία θα είχαν πρόσβαση σε εμβόλιο πρώτες, ακολουθούμενες από αναδυόμενες οικονομίες, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να ακολουθούν. Εάν τα κριτήρια βασίζονταν στην ελεύθερη αγορά τότε η χορήγηση του εμβολίου θα αφορούσε πρώτα- πρώτα τους πλούσιους μετά τους φτωχούς και μετά τους φτωχότερους. Ως αποτέλεσμα οι παγκόσμιες κοινωνικές ανισότητες θα εδραιώνονταν διότι τα πλούσια κράτη θα μπορούσαν να καταστήσουν τις οικονομίες τους πιο ανθεκτικές πιο γρήγορα.
Ρεαλιστικά μιλώντας θα περάσει καιρός για να μπορούμε να πούμε ότι το παραπάνω ενδεχόμενο έχει παντελώς αποφευχθεί.
αντιμονοπωλιακών θεσμικών πλαισίων με όρους συντονισμού και συνεργασίας, κάτι είδαμε να επιδιώκεται συστηματικά και να επιτυγχάνεται σε επίπεδο ΕΕ.
Από την άλλη μεριά αναδεικνύεται η αξία της υπεύθυνης συμπεριφοράς των φαρμακοβιομηχανιών. Δεδομένου ότι θα ανταμειφθεί στο μέλλον, τίθεται στο επίκεντρο της προσοχής της κοινωνίας των πολιτών κάθε πληροφορία και επίσημη ανακοίνωση.
Πρώτο θέμα γίνονται στη διάρκεια αυτής της κρίσης τα όποια νέα των BioNTech και Pfizer, της Astra Zaneca, της Sanofi-GSK, της Janssen Pharmaceutica NV, της CureVac και της Moderna. Όλες αυτές οι εταιρείες και αρκετές ακόμη που θα δώσουν αποτελέσματα στο επόμενο διάστημα επένδυσαν δεκάδες δισεκατομμύρια σε έρευνα και ανάπτυξη. Η χρηματοδότηση του project μαμούθ έγινε με ίδια κεφάλαια, κρατική επιχορήγηση, προαγορά και άλλα μοντέλα ανάλογα με την περίπτωση.
Η χρηματοδότηση μαμούθ
Σε όλες τις έρευνες κινητοποιήθηκε δημόσιος και ιδιωτικός τομέας. Η διαδικασία της έρευνας που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσε τουλάχιστον 7-8 χρόνια, όπως λένε οι ειδικοί, ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από ένα έτος οδηγώντας σε ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων. Ειδικά στις ΗΠΑ, μέσω του προγράμματος Warp speed, επελέγησαν οι υποσχόμενες έρευνες και υποστηρίχθηκαν οικονομικά. Πρόκειται για ένα επενδυτικό πρόγραμμα άνω των 10 δισ. δολ. με αρμοδιότητα χρηματοδότησης εμβολίων, θεραπειών και διαγνωστικών μεθόδων. Το εγχείρημα, που πιστώνεται στον απερχόμενο Αμερικανό Πρόεδρο, Donald Trump, αποδείχθηκε υπερόπλο για την επιστημονική κοινότητα στην προσπάθεια για ανακάλυψη τρόπων καταπολέμησης της επικίνδυνης για την ανθρωπότητα νόσου Covid-19. Πρόκειται για μια βιώσιμη επένδυση με θετικό αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο.
Ακόμη και η Pfizer, η οποία δεν έλαβε άμεση χρηματοδότηση από το Warp Speed, επωφελήθηκε μαζί με την BioNTech, με την οποία συνεργάζεται στην ανάπτυξη εμβολίου, από την προπαραγγελία ύψους 2 δισ. δολ.όταν το εμβόλιο είναι έτοιμο για να βγει στην αγορά. Η Johnson & Johnson, της οποίας η έρευνα χρηματοδοτήθηκε με 456 εκατ. δολ., έλαβε επιπλέον 1 δισ. δολ. στο πλαίσιο της παραγωγής και προπαραγγελίας 100 εκατ.δόσεων. Η Moderna χάρη στο Warp speed χρηματοδοτήθηκε με 955 εκατ. δολ. ενώ έλαβε επιπλέον 1,5 δισ. δολ. για κατασκευή, παράδοση και προπαραγγελία 100 εκατ. δόσεων. Πάνω από 1,2 δισ. δολ. διατέθηκαν στην Astra Zeneca και το Oxford University για ανάπτυξη και παραγωγή συμπεριλαμβανομένης προπαραγγελίας 300 εκατ. δόσεων ενώ η Novavax χρηματοδοτήθηκε με 1,6 δισ. δολ. για να αναπτύξει τα δικά της σκευάσματα δεσμευόμενη να παραδώσει 100 εκατ. δόσεις και οι Sanofi και GSK υποστηρίχθηκαν με 2 δισ. δολ. για έρευνα και ανάπτυξη συμπεριλαμβανομένης μιας προπαραγγελίας για 100 εκατ. δόσεις.
Μέριμνα για τις φτωχότερες χώρες
Είναι ξεκάθαρο ότι θα επωφεληθεί όλος ο πλανήτης από τις παραπάνω επενδύσεις που κινητροδοτούν τη βιομηχανία να κάνει αποτελεσματική έρευνα, να παράξει ανακαλύψεις, να δοκιμάσει τα νέα εμβόλια/ φάρμακα, να επεκτείνει την παραγωγική δυναμικότητα των εργοστασίων όπου χρειάζεται, ταυτόχρονα με την ενίσχυση της παραγωγής συρίγγων και φιαλιδίων και τη δέσμευση για ασφαλή μεταφορά, αποθήκευση και διανομή των εμβολίων σε όλες τις χώρες του κόσμου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την κάλυψη των τεράστιων αναγκών – πέρα από τις κρατικές ενισχύσεις – συνεισέφεραν επιχειρήσεις και ιδιώτες, μεταξύ των οποίων η Nestle η οποία έδωσε ισχυρό παρών και στη χώρα μας μέσω της θυγατρικής της δημιουργώντας 6 παιδιατρικές ΜΕΘ στο ΓΝΠΑ .Η Αγία Σοφία.), η ιαπωνική τράπεζα Sumitomo Mitsui αλλά και το ίδρυμα Bill & Melinda Gates. Το τελευταίο έχει δεσμεύσει συνολικά 226 εκατ. δολ. από τον περασμένο Μάρτιο συνεισφέροντας στην επιτάχυνση των μελετών, την παραγωγή αλλά και τη διάθεση διαγνωστικών τεστ και εμβολίων σε φτωχότερες χώρες. Στηρίζει επίσης την Gavi, Συμμαχία για τα Εμβόλια που συνδιευθύνει την Covax, οργανισμό για την αγορά και διανομή εμβολίων που δημιουργήθηκε για να διασφαλισθεί ότι τα εμβόλια δεν θα έχουν ως αποδέκτη μόνο τις πλούσιες χώρες. Στόχος του δικτύου, στο οποίο συμμετέχουν ιδιώτες χορηγοί και κράτη, είναι να εξασφαλιστεί πρόσβαση σε εμβόλια από 92 οικονομίες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Ας σημειωθεί ότι ξεπεράστηκε ο στόχος για συγκέντρωση 2 δισ. δολ. το 2020.
Η κλιμάκωση της κρίσης στην Ελλάδα
Καθώς το περιπετειώδες 2020 κλείνει αυλαία, όσο ετοιμάζεται αυτή η έκδοση, τα νέα από το μέτωπο των εμβολίων και τη διάθεσή τους σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ενθαρρυντικά αλλά το περιβάλλον σκιάζεται από τις κακές ειδήσεις που φθάνουν από την πρώτη γραμμή της μάχης κατά του Covid-19.
Η Ελλάδα, που κατάφερε να .νικήσει. το πρώτο κύμα της πανδημίας, δοκιμάζεται σκληρά από τη νέα πιο σφοδρή επίθεση. Οι αρχές μιλούν για πόλεμο και περί αυτού πρόκειται, αν ληφθεί υπόψη ότι η εξάντληση των κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας των δημόσιων νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης οδήγησε σε επίταξη ιδιωτικών κλινικών αλλά και ανάπτυξη στρατιωτικού τύπου μονάδα κινητής μονάδας έξω από το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης ενώ άρχισαν και αεροδιακομιδές νοσούντων σε μονάδες της Αθήνας.
Με πάνω από 2.000 κρούσματα και 100 θανάτους ημερησίως στη χώρα μας το Εθνικό Σύστημα Υγείας λύγισε. Δεν έλειψε βέβαια σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα, με ενδεικτική την περίπτωση του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης (ΙΔΘ), που αντιμετώπισε πρόσφατα, με απόλυτη επιτυχία, περιστατικό ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας 14χρονης ασθενούς, μέσω της Μονάδας Εμβολιασμών του ΙΔΘ, η οποία αποτελεί τη μοναδική του είδους της, σε ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα. Νωρίτερα, ο Όμιλος Ιατρικού Αθηνών είχε διαθέσει 50 κλίνες του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) για non Covid-19 περιστατικά ενώ ανακοίνωσε και την επικουρική κάλυψη των εφημεριών του ΕΣΥ, επίσης για non Covid-19 περιστατικά.
Η ανάγκη συνεργασίας
Η κρίση του Covid-19 ανέδειξε ακόμη περισσότερο την ανάγκη συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο χώρο της Υγείας. Αν και το ανθρώπινο δυναμικό θεωρείται υψηλού επιπέδου, σύμφωνα με διεθνή standards, το σημερινό ΕΣΥ – που με βάση μελέτη της διαΝΕΟσις περιλαμβάνει 125 νοσοκομεία, 201 Κέντρα Υγείας και 1.487 Περιφερειακά Ιατρεία στις αγροτικές περιοχές, χωρίς να υπολογίζονται πολυϊατρεία και τοπικές μονάδες υγείας Τοπικές Μονάδες Υγείας (Τo.Μ.Υ.) σε αστικές περιοχές – χρειάζεται μεταρρύθμιση για να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε προκλήσεις. Προφανώς και οι πιεστικές συνθήκες της πανδημίας δοκιμάζουν και πιο ώριμα συστήματα σε ισχυρές οικονομίες. Ωστόσο τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα διαχείρισης, τα οποία οι οικονομολόγοι της Υγείας συνοψίζουν σε έλλειψη κλινικών κατευθυντήριων γραμμών, υποκειμενική λήψη ιατρικών αποφάσεων από τους γιατρούς και αυξημένη χρήση υπηρεσιών επείγουσας φροντίδας, κάτι που οδηγεί μερικές φορές σε υπερκατανάλωση υπηρεσιών, αυξημένο κόστος και αναποτελεσματικότητα.
Η αναμόρφωση του ΕΣΥ θα συνεισφέρει στην ενδυνάμωση της χώρας ενόψει μελλοντικών προκλήσεων. Εξάλλου, η πανδημία του Covid-19 μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα εμβόλια σε λίγους μήνες και οι άνθρωποι να επιστρέψουν σε κάποια κανονικότητα αλλά απαιτείται αφύπνιση των φορέων λήψης αποφάσεων αναφορικά με την ανακατεύθυνση πόρων σε τομείς που η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορεί να το αναπτύξει περαιτέρω – όπως η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, η προσέλκυση επιστημόνων που έχουν φύγει στο εξωτερικό για καλύτερες αμοιβές, ποιότητα ζωής και προοπτικές καριέρας και η εξαγωγική δραστηριότητα της φαρμακοβιομηχανίας.
Η απειλή των superbugs για επόμενη κρίση
Εξάλλου, στην παρούσα συγκυρία η απουσία αποτελεσματικών φαρμάκων είναι που έχει κάνει τα εμβόλια να φαντάζουν ως μάννα εξ ουρανού για όλες τις χώρες του κόσμου και φυσικά για την Ελλάδα. Λιγότερα από 100 χρόνια μετά την ανακάλυψη της πενικιλίνης, τα ανθεκτικά στα φάρμακα superbugs, τα υπερμικρόβια, αντιμάχονται την προσπάθεια καταπολέμησης των βακτηριακών λοιμώξεων. Έχουν ήδη τεράστιο αντίκτυπο στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, περίπου 700.000 άνθρωποι παγκοσμίως πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω της μικροβιακής αντοχής (AMR) και χωρίς νέες και καλύτερες θεραπείες ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να αυξηθεί σε δέκα εκατ. ανά έτος το 2050. Πρακτικά το AMR μειώνει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν λοιμώξεις και ασθένειες και άρα να αυξάνεται η θνησιμότητα σε μια εποχή που μιλάμε για αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων και ευκολίες στην καθημερινότητά τους λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών.
Ο Covid-19 μας έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, την επισιτιστική ασφάλεια αλλά και τις παράπλευρες απώλειες που συνεπάγεται το αυξημένο κόστος θεραπειών. Θα πρέπει να πάρουμε ένα μήνυμα από το γεγονός ότι μέσα σε ένα χρόνο, το 2020 άρχισαν να αναπτύσσονται εκατοντάδες έρευνες και καινοτομίες (πολλές από τις οποίες ήδη ολοκληρώθηκαν) για τον εμβολιασμό κατά του Covid-19 αλλά παρόλο που το AMR ήταν γνωστό ότι αποτελεί ένα αυξανόμενο πρόβλημα εδώ και δεκαετίες, δεν προσέλκυσε επενδυτικές δαπάνες με την ίδια ζέση.
Δεν έγιναν πολλά για την ανάσχεση της υπερσυνταγογράφησης αλλά και της εκτεταμένης χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία – όπου η χρήση αφορά τη θεραπεία ασθενειών των παραγωγικών ζώων, την πρόληψη νοσημάτων αλλά και την αύξηση του σωματικού βάρους των ζώων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του FDA, 70% της παραγωγής αντιβιοτικών στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται στην κτηνοτροφία. Η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στα ζώα που προορίζονται για τη βιομηχανία τροφίμων εισάγει τον κίνδυνο στην τροφική αλυσίδα λόγω της ολοένα πιο χαμηλής άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού στα μικρόβια όσο εξασθενεί η αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών.
Στη χώρα μας δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα για τις ποσότητες των αντιβιοτικών που χορηγούνται στην κτηνοτροφία αλλά η Ελλάδα σύμφωνα με τον ΠΟΥ είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Η χαμηλή μικροβιακή αντοχή σχετίζεται με την διπλάσια επί σειρά ετών χρήση αντιβιοτικών συγκριτικά με το μ.ο. της ΕΕ και τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης προωθημένων αντιβιοτικών, ιδιαίτερα στο νοσοκομειακό χώρο αλλά και στην κοινότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιπτώσεις στην οικονομία. Ας σημειωθεί ότι και η Παγκόσμια Τράπεζα είχε προειδοποιήσει ότι οι λοιμώξεις που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά είναι πιθανό να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση μεγαλύτερη του 2008 μέχρι το 2050.
Είναι επίσης γνωστό ότι το 75-90% των χορηγούμενων αντιβιοτικών στους ανθρώπους ή τα ζώα αποβάλλεται αυτούσιο χωρίς να μεταβολίζεται από τον οργανισμό κι επομένως μια άλλη πρόκληση είναι τα λύματα, είτε τα αστικά είτε τα κτηνοτροφικά, που επιβαρύνουν το περιβάλλον.Η τεχνολογία διαχείρισης των λυμάτων, κυρίως των νοσοκομείων, που είναι και τα πιο επιβαρυμένα, απαιτούν ειδική επεξεργασία πριν καταλήξουν στις μονάδες επεξεργασίας αστικών λυμάτων. Η τεχνολογία αν και έχει ιδιαίτερα αυξημένο κόστος
αποβαίνει σε όφελος της κοινωνίας και της δημόσιας υγείας.
Εν κατακλείδι, απαιτούνται βιώσιμες επενδύσεις και συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο μέλλον για να προλάβουμε μια νέα, ίσως σημαντικότερη κρίση, από αυτήν του Covid-19.
Της Σοφίας Εμμανουήλ